Σύντομο σχόλιο στις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4607/2019

Εφόσον θεμελιωθεί ευθύνη του Δημοσίου, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ για αποζημίωση και υποβληθεί σχετικό αίτημα, το δικαστήριο επιδικάζει το ποσό της αποζημίωσης εντόκως. 

Mέχρι πρότινος, η τοκοφορία των απαιτήσεων κατά του:

  • Ελληνικού Δημοσίου ρυθμιζόταν, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 21 του κ.δ. 26.6./10.7.1944 [Κώδικας Νόμων περί των δικών του Δημοσίου]1, το οποίο
  •  εφαρμόζεται και για τις απαιτήσεις κατά των ΟΤΑ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 276 παρ. 3 του ν. 3463/20062,
  •  η δε τοκοφορία για απαιτήσεις έναντι των λοιπών ΝΠΔΔ ρυθμίζεται, κατ’ αρχήν,  από τις ταυτοσήμου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 2  Ν.Δ. 496/19743

Κοινό χαρακτηριστικό των ανωτέρω διατάξεων είναι ότι προβλέπουν, κατ’ αρχήν, δηλ. αν δεν προβλέπεται άλλως στον νόμο ή σε σύμβαση, ότι η τοκοφορία άρχεται από της επιδόσεως του δικογράφου της αγωγής [αποκλειόμενης έτσι, κατ’ αρχήν,  της εκκίνησης της τοκοφορίας από εξώδικη όχληση ή δήλη ημέρα · βλ. λ.χ. ΣτΕ  1087/2010, σκ. 5 · βλ., ωστόσο, ΣτΕ 7μ. 1085/2016, σκ. 14, για την τοκοφορία ειδικώς σε περίπτωση επιδίκασης με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου  αποζημίωσης καταβαλλόμενης τμηματικώς ·  πρβλ. άρθρο 75 παρ. 2 ΚΔΔ για τις ουσιαστικές συνέπειες της αγωγής]  και ότι το ύψος του επιτοκίου ορίζεται σε ποσοστό 6 % ετησίως

Εξαιρετικά, η τοκοφορία για οφειλές του Ελληνικού Δημοσίου, ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ που έχουν χαρακτήρα «αμοιβής από εμπορική συναλλαγή» ρυθμίζεται  από τις διατάξεις του ΠΔ 166/2003, με το οποίο ενσωματώθηκε η Οδηγία 2000/35 [ τo ΠΔ 166/2003 εν συνεχεία αταργήθηκε με την  υποπαρ. Ζ.14. της παρ.Ζ  του άρθρου  πρώτου του ν. 4152/2013, ΦΕΚ  Α 107/9.5.2013 – οι διατάξεις του, ωστόσο, παραμένουν ισχυρές για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν κατά τη διάρκεια ισχύος του] .

Εξάλλου, επί  αξιώσεων επιστροφής  φόρου ο οποίος καταβλήθηκε αχρεωστήτως, κατ’ αποδοχή προσφυγής  του φορολογούμενου, εν όψει της μερικής αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984 που μέχρι την εισαγωγή του ν. 4174/2013 [ΚΦΔ]  ρύθμιζαν το ζήτημα, η τοκοφορία εκκινεί, κατ’ αρχήν, από την  άσκηση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής, το δε ύψος του τόκου  καθοριζόταν στο ύψος του επιτοκίου που ισχύει για τα γραμμάτια τρίμηνης διάρκειας του Ελληνικού Δημοσίου [βλ. ΣτΕ Ολ. 2190/2014, σκ. 14, καθώς και ΣτΕ 686/2020, σκ. 10, ειδικώς για τους φόρους που διέπονται από το ενωσιακό δίκαιο · βλ. ακόμη ΣτΕ 7μ. 1527/2018, σκ. 15 επ., ως προς την μετάβαση από τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984 σε εκείνες του άρθρου 53 ΚΦΔ. ].

Πρόσφατα, ωστόσο, με το άρθρο 45  παρ. 1 και 3 του ν. 4607/20194 [ΦΕΚ Α’ 65/24.04.2019] ορίσθηκε – με ισχύ και για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος  του νόμου [δηλ. από 1.5.2019 και μέχρι εξοφλήσεως ˙ έτσι παγίως μέχρι σήμερα η νομολογία των ΤΔΔ ˙ Βλ.  λ.χ., ΔΕφΑθ. 2289/2020, σκ. 9 και διατακτικό, Μον.ΔΠΑθ. 8487/2019, σκ. 6 και διατακτικό]5 – ότι το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO)6, που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως.

Συναφώς, ορίζεται ότι το ως άνω προσδιοριζόμενο επιτόκιο επί των οφειλών του Δημοσίου δεν μεταβάλλεται, πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή του ΜRO,  κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.

Πρακτικά, η ανωτέρω ρύθμιση επιφέρει μείωση του ύψους του επιτοκίου επί των οφειλών του Δημοσίου, σε σχέση με το παρελθόν [6% κατά τα οριζόμενα στο προαναφερθέν άρθρο 21 του ΚΝΔΔ], καθώς σήμερα το MRO είναι 0%, με αποτέλεσμα, με τον ν. 4607/2019,  το επιτόκιο επί των οφειλών του Δημοσίου να διαμορφώνεται σε  3% ετησίως. 

Σύμφωνα, ωστόσο, με το τελ. εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 45 του ν. 4607/2019, τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: 

  • τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 [ΚΦΔ]
  •  τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο
  • τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου.

Τέλος, με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων [σ.σ.: βλ. σχετικά άρθρο 75 παρ. 2 ΚΔΔ, που υιοθετεί, ούτως ή άλλως, ίδια ρύθμιση], ενώ ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν.

Με εξαίρεση κάποιες πρώτες αποφάσεις Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων  που έχουν ήδη εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 45 του ν. 4607/2019, μέχρι σήμερα [9.7.2020], κατ’ ουσίαν, οι τελευταίες δεν έχουν τύχει ιδιαίτερης νομολογιακής επεξεργασίας.

Τα κυριότερα ερμηνευτικά ζητήματα που αναμένεται να απασχολήσουν την νομολογία, μετά τον ν. 4607/2019, είναι τα εξής:

  • To πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων. Πιο συγκεκριμένα, ανακύπτει το ζήτημα εάν οι νέες διατάξεις είναι εφαρμοστέες επί οφειλών  ΟΤΑ [λογικά, η απάντηση θα είναι καταφατική, εν όψει των οριζόμενων στο 276 παρ. 3 του ν. 3463/2006 ˙ έτσι, λ.χ., ήδη, ορθά η ΔΠΑθ. 14561/2020, σκ. 9 και διατακτικό]  και επί των οφειλών των λοιπών ΝΠΔΔ [λογικά, η απάντηση θα είναι αρνητική, δεδομένης της διατύπωσης των διατάξεων του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 ˙ σε διάφορη περίπτωση ενδέχεται να τεθεί ζήτημα περιορισμού του περιουσιακού δικαιώματος με βάση ασαφή  και μη προβλέψιμης εφαρμογής διάταξη, κατά παράβαση του άρθρου 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ ˙ ήδη πάντως αρκετά  ΤΔΔ εφαρμόζουν αδιακρίτως τις διατάξεις του άρθρου  45 του ν. 4607/2019 και επί οφειλών ΝΠΔΔ που διέπονται από το (άρ. 7 παρ. 2)  ΝΔ 496/1974 [βλ. λ.χ. ΔΠΛαρ. 131/2020, σκ. 9 και διατακτικό]. 
  • Η συνταγματικότητα και η συμβατότητα των νέων διατάξεων προς την ΕΣΔΑ [λογικά, δεν αναμένεται κρίση περί αντισυνταγματικότητας / αντισυμβατικότητας ˙ πρβλ. ΑΕΔ 25/2012, ΕΔΔΑ, Βιαροπούλου κατά Ελλάδας, της 24.9.2014, ως προς την συνταγματικότητα και συμβατότητα προς την ΕΣΔΑ, αντιστοίχως, του άρθρου 21 ΚΝΔΔ, καθώς και ΣτΕ 2190/2014, σκ. 13, ως προς το ύψος του επιτοκίου του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984 ].

Παραπομπές – Υποσημειώσεις


 1 Άρθρο 21 ΚΝΔΔ: « Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». 

2 Άρθρο 276 παρ. 3 ν. 3463/2006: «Ο νόμιμος τόκος και ο τόκος υπερημερίας κάθε οφειλής των Ο.Τ.Α. ανέρχεται στο ποσοστό που ορίζεται για τις αντίστοιχες οφειλές του Δημοσίου».

3 Άρθρο  7 παρ. 2  Ν.Δ. 496/1974: «Ως  νόμιμος  και  ο  της  υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής, εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής».

4 Άρθρο 45 ν. 4607/2019: «1. Το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμο ζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος.

 2. Στην περίπτωση των ένδικων βοηθημάτων κατά του Δημοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, μόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο στον Υπουργό Οικονομικών ή στο αρμόδιο όργανο του Δημοσίου ή της Αρχής που προβλέπεται από τον νόμο σε ειδικές κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικές διατάξεις νόμου, οι οποίες προβλέπουν ρητά διαφορετικό χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, εξακολουθούν να ισχύουν.

 3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος».

 5 Βλ. άρθρο 79 ν. 4607/2019, σύμφωνα με το οποίο η ισχύς του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Ε.τ.Κ. (24.4.2019).

6 Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης (MRO) είναι το επιτόκιο που οι τράπεζες καταβάλλουν όταν αντλούν χρήματα από την ΕΚΤ για χρονικό διάστημα μίας εβδομάδας.

Δημοσιεύθηκε από Στέργιο Μαρτίνοβιτς

O Στέργιος Μαρτίνοβιτς κατάγεται από την Μίλατο Λασιθίου. Είναι δικηγόρος Αθηνών, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο δημόσιο δίκαιο. Ειδικεύεται στις διοικητικές διαφορές ουσίας.

Δεν επιτρέπεται η αντιγραφή. Για αναδημοσίευση παρακαλώ επικοινωνήστε.