Με την σχολιαζόμενη απόφαση του Στ΄ Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η προθεσμία άσκησης του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής κατά τον ΚΔΔ αναστέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (δηλαδή από 1.7 έως 15.9 εκάστου έτους), κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 11 εδ. α΄ του Κώδικα περί δικών Δημοσίου και όχι κατά το χρονικό διάστημα από 1.8. έως 31.8 εκάστου έτους, κατά τις διατάξεις του γ΄ εδαφίου του ίδιου άρθρου, το οποίο προβλέπει βραχύτερο χρόνο αναστολής της προθεσμίας επί των φορολογικών & τελωνειακών διαφορών, ακόμη και εάν η απαίτηση για την οποία αυτή επισπεύδεται η διαδικασία διοικητικής εκτέλεση έχει ως υποκείμενη αιτία μία φορολογική / τελωνειακή ενοχή.
Έκτοτε, η κρίση αυτή ακολουθείται παγίως από την νομολογία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων [βλ. ενδ. ΔΠΠειρ. 3511/2019, σκ. 2]. Κατά την άποψή μας, η ανωτέρω κρίση του δικαστηρίου κινείται στην ορθή κατεύθυνση, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι περιορισμοί στα δικαιώματα του ανθρώπου, ιδίως δε στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, πρέπει μεταξύ άλλων να στηρίζονται σε διατάξεις σαφείς και προβλέψιμης εφαρμογής1.
Συναφώς, αξίζει να σημειωθεί ότι προς την αντίθετη μάλλον κατεύθυνση κινείται η νομολογία του Β΄ Τμήματος του δικαστηρίου, αναφορικά με το (διαφορετικό) ερώτημα εάν για το παραδεκτό μίας αίτησης αναστολής εκτέλεσης κατά πράξης διοικητικής εκτέλεσης με υποκείμενη φορολογική αιτία απαιτείται η κατάθεση κατάστασης στην οποία να αναγράφεται το παγκόσμιο εισόδημά του από κάθε πηγή, καθώς και η περιουσιακή του κατάσταση στην Ελλάδα και στην αλλοδαπή, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 203 παρ. 2 ΚΔΔ.
Συγκεκριμένα, με την Επ.Αν. ΣτΕ 215/2016 (σκ. 5 – 6) κρίθηκε ότι υποχρέωση υποβολής της προβλεπομένης από την ως άνω διάταξη κατάστασης επιβάλλεται στον αιτούντα και στην περίπτωση που αυτός, στο πλαίσιο πάντοτε της φορολογικής διαφοράς, ασκήσει αίτηση αναστολής κατά πράξεως που εκδίδεται κατά την ακολουθούσα την επιβολή του φόρου διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως είναι η κατ’ άρθρο 47 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ατομική ειδοποίηση, κατά της οποίας έχει ασκηθεί ανακοπή. Και τούτο, με το βασικό επιχείρημα ότι ο λόγος για τον οποίο θεσπίσθηκε η υποβολή της εν λόγω κατάστασης στην περίπτωση άσκησης αίτησης αναστολής κατά πράξης προσδιορισμού φόρου που έχει προσβληθεί με προσφυγή ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο φορολογικής ομοίως διαφοράς, ζητείται η αναστολή εκτελέσεως πράξεως που έχει εκδοθεί κατά τη διαδικασία της ακολουθούσης τον προσδιορισμό του φόρου αναγκαστικής εκτελέσεως και κατά της οποίας (πράξεως) έχει ασκηθεί ανακοπή· καθόσον και στο στάδιο της αναγκαστικής εισπράξεως της φορολογικής οφειλής, δεν μεταβάλλεται από την κρίσιμη εν προκειμένω άποψη, ο φορολογικός χαρακτήρας της διαφοράς.
ΣτΕ 1040/2016
Η προθεσμία άσκησης της ανακοπής αναστέλλεται κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών [1.7. – 15.9] · δεν εφαρμόζεται στις δίκες περί την εκτέλεση το γ΄ εδ. του άρθρου 11 του Κώδικα περί δικών Δημοσίου, το οποίο προβλέπει βραχύτερο χρόνο αναστολής της προθεσμίας [από 1.8. έως 31.8. εκάστου έτους]
3. Επειδή, με το άρθρο 12 του ν. 3514/2006 (Α΄ 266) αντικαταστάθηκε η διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 11 του κ.δ/τος της 26.6./10.7.1944 (Α΄ 139) ως εξής: «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων. Κάθε προθεσμία, η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών, καθώς και η εξέταση μαρτύρων αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών». Ακολούθως, με την παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 3610/2007 (Α΄ 258) προστέθηκε εδάφιο γ΄ στην ανωτέρω διάταξη, σύμφωνα με το οποίο «Εξαιρετικά, προκειμένου περί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών στις προθεσμίες για την άσκηση προσφυγής ή ενδίκων μέσων ή άλλων ενδίκων βοηθημάτων οριζομένων από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από πρώτης (1ης) έως τριακοστής πρώτης (31ης) του μηνός Αυγούστου». Η τελευταία αυτή διάταξη, ως εισάγουσα εξαιρετική ρύθμιση, ερμηνεύεται στενώς, δεδομένου δε ότι μνημονεύει μόνον τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, όχι δε και τις διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως του Δημοσίου, η εν λόγω διάταξη, ανεξαρτήτως εάν εφαρμόζεται επί αιτήσεων αναιρέσεως, δεν εφαρμόζεται, πάντως, σε διαφορές που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως του Δημοσίου, οι οποίες, άλλωστε, μπορεί να έχουν και αιτία διαφορετική από τις ως άνω ρητώς μνημονευόμενες.
Παραπομπές – Υποσημειώσεις
1 Βλ., αντί πολλών, Α.ΡΑΝΤΟ, Η επίδραση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας στη νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, Νομικό Βήμα, 2009, Τόμος 57, Τεύχος 8, σελ. 29. Όπως παρατηρεί εύστοχα ο συγγραφέας: «το δικαστήριο του Στρασβούργου μεταχειρίζεται αυστηρότερα και δικαίως, νομολογιακούς δικονομικούς κανόνες και κατασκευές από ότι τους ρητούς κανόνες. Και τούτο, διότι οι νομολογιακοί κανόνες, εξ ορισμού, παρέχουν λιγότερη νομική ασφάλεια στον διάδικο από ότι ο γραπτός κανόνας».